-
1 ῥήτωρ
A public speaker,μύθων ῥήτορες E.Hec. 124
(anap.), cf. Fr.597.4, Isoc.8.129, Arist. Top. 149b25, Phld.Rh.2.272S., Plu.2.131a, etc.; esp. at Athens, οἱ ῥήτορες the public speakers in the ἐκκλησία, Ar.Ach.38, 680, Eq.60, 358, al., Th.8.1, And.3.1, Lys.30.22, etc.; sg. prob. in IG12.45.21; οἱ δέκα ῥ. the Ten Attic Orators, Luc.Am.29; ὁ ῥ. 'par excellence' = Demosthenes, Hermog.Inv.4.1, al.3 advocate, POxy.37.4 (i A.D.), etc.II as Adj.,ῥ. λόγος
oratory,IG
2.1386.7. -
2 ῥήτωρ
ῥήτωρ, - οροςGrammatical information: m.Meaning: `speaker, annunciator' (S., E.), esp. `orator in public, public speaker' (Att.), `master-speaker, discourse artist' (late).Compounds: Some rare a. late compp., e.g. φιλο-ρήτωρ `who loves orators' (Phld.).Derivatives: ῥητορ-ίσκος denigr. dimin. (pap. IIp), - ικός `oratorical, silver-tongued, rhetorical', - εύω, rarely w. κατα-, ἐπι- a.o., `to act as an orator, to practice the art of oratory' with - εία f. `oratory, artful discourse' (Att.). - ίζω `id.' (hell.). -- Beside it ῥητήρ, - ῆρος m. `speaker' (I 443, `orator' (AP 7, 579, metr. inscr.; metr. condit.?).Origin: IE [Indo-European] [1162] *u̯erh₁- `speak'Etymology: As profess. qualification ῥήτωρ was created by he Att. official language (Fraenkel Nom. ag. 2, 9); the orig. function as nom. ag. to εἴρω `speak' can still be seen in E. Hec. 124 (anap.) μύθων ῥήτορες, which combines with Hom. μύθων ῥητῆρα (Ι 443; doubtful attempt to give a semant. differentiation in Benveniste Noms d'agent 52ff. with further uncertain conclusions). -- S. 2. εἴρω.Page in Frisk: 2,654Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥήτωρ
-
3 ῥήτωρ
ῥήτωρ, ορος, ὁ, 1) der Redner, Sprecher; Soph. frg. 937; δισσῶν μύϑων ῥήτορες ἦσαν, Eur. Hec. 126; Volksredner, Ar. oft u. in Prosa. – 2) später bes. der Lehrer der Beredtsamkeit, auch der Redekünstler, Prunkredner, rhetor, Plut. oft u. Folgde.
-
4 ρητωρ
- ορος ὅ(Arph. редко ἥ) [εἴρω II]
1) повествователь, рассказчик(μύθων Eur.)
2) оратор, докладчик Thuc., Arph., Plut.οἱ δέκα ῥήτορες Luc. — десять (аттических) ораторов (см. δεκάς 1)
3) произносящий приговор, судья Soph.4) ритор, преподаватель ораторского искусства Plut.
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Αίσωπος — I (7ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας, ο θεωρούμενος πατέρας της μυθογραφίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες· προέρχονται από μια μυθιστορηματική βιογραφική παράδοση –την οποία συνόδευαν και μύθοι– που τοποθετείται στον 6ο αι. π.Χ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek